- εὐκατάπρακτος
- εὐκατά-πρακτος, ον,A easily accomplished, Poll.9.161.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκατάπρακτος — εὐκατάπρακτος, ον (Α) αυτός που κατορθώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα πρακτος (< κατα πράσσω), πρβλ. δυσ κατά πρακτος] … Dictionary of Greek
εὐκατάπρακτα — εὐκατάπρακτος easily accomplished neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)